τρίχωση

τρίχωση
η / τρίχωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ]
1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα
2. τρίχωμα
νεοελλ.
ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης
μσν.-αρχ.
νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση
αρχ.
κόμμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίχωση — η 1. φυσιολογικό ή παθολογικό φύτρωμα τριχών, το μάλλιασμα: Άρχισε η τρίχωση του εφήβου. 2. το τρίχωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίσειον — και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον) 1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου 2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • τριχοφυΐα — η το φύτρωμα των τριχών, η τρίχωση, το μάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”